- περιχαλκώ
- βλ. περιχαλκώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχαλκώνω — περιχαλκῶ, όω, ΝΜΑ [περίχαλκος] επιχαλκώνω, καλύπτω από παντού με φύλλα χαλκού … Dictionary of Greek
περιχαλκίζω — Α περιχαλκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαλκῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek